- στούμπισμα
- το, Ν [στουμπίζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στουμπίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στούμπισμα — το κοπάνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στουμπάνισμα — το, Ν [στουμπανίζω] στούμπισμα … Dictionary of Greek
κοπάνισμα — το, ατος 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κοπανίζω, στούμπισμα. 2. κατσάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)